Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1997 δεν είναι λίγοι αυτοί που νομίζουν ότι το μόνο που απέμεινε από το δάσος του Σέιχ Σου είναι μια συστάδα ξερών καχεκτικών δέντρων και τίποτα παραπάνω. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από το κομμάτι με το οποίο έρχονται περισσότερο σε επαφή οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης που δεν είναι άλλο από το τμήμα που απέμεινε από τον μεγάλο κατακερματισμό που υπέστη το δάσος κατά τη κατασκευή της περιφερειακής οδού και το οποίο μπορούμε να συναντήσουμε χαρακτηριστικά γύρω από τον ζωολογικό κήπο.
Το κομμάτι αυτό δέχτηκε, και συνεχίζει να δέχεται τις μεγαλύτερες πιέσεις από τις καταστροφές, αφού αρχικά αποκόπηκε από τον μεγάλο όγκο του δάσος με αποτέλεσμα να μη δέχεται τις απαραίτητες αλληλεπιδράσεις για να αποτελεί ένα άρτια λειτουργικό οικοσύστημα, τα δέντρα εξασθενούν όλο και περισσότερο από τα αιωρούμενα σωματίδια της ατμόσφαιρας και γίνονται ευάλωτα σε απανωτές επιθέσεις καμπιών και σε ασθένειες και φυσικά είναι ανοικτό ώστε να μπορεί ο κάθε συνετός πολίτης να αφήνει τα σκουπίδια και τα μπάζα του ανενόχλητος.
Τι γίνεται όμως με το υπόλοιπο δάσος; Το κομμάτι που κάηκε το 1997 έχει αρχίσει να αναγεννάται, όπως κάθε μεσογειακό οικοσύστημα που είναι προσαρμοσμένο στη φωτιά. Έτσι τη θέση της ακάλυπτης γης έχουν πάρει μεγάλες εκτάσεις από μεσογειακούς θάμνους καθώς και μικρά πευκάκια που αρχίζουν να μεγαλώνουν. Μεγάλη παραφωνία στο τοπίο, τα αμερικανικά κυπαρίσσια (Cupressus arizonica) τα οποία με πολύ καμάρι χρησιμοποίησε στις αναδασώσεις ο ανίδεος θα έλεγε κανείς δήμαρχός μας, αψηφώντας το γεγονός ότι αποτελούν ξενικό είδος για το δάσος που όχι μόνο δεν έχει θέση σε ένα ελληνικό δάσος αλλά μπορεί να καταστεί και επικίνδυνο για το οικοσύστημα.
Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί στην καμένη κυρίως περιοχή, δεν φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα έναν κοινό επισκέπτη καθώς καλύπτεται από χαμηλή θαμνώδη βλάστηση που δεν έχει μεγάλη αισθητική αξία-αν εξαιρέσουμε αυτή την εποχή που γεμίζει από αγριολούλουδα και δίνει μια υπέροχη εικόνα. Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή η θαμνώδης βλάστηση είναι που έχει σώσει πολλάκις την πόλη από πλημμύρες και φερτά υλικά που κατεβαίνουν από τα ανάντι όταν βρέχει, καθώς συγκρατεί ένα μεγάλο μέρος τους. Είναι αυτή που αποτελεί , μαζί με το υπόλοιπο δάσος έναν από τους τελευταίους πνεύμονες της πόλης, συμβάλλοντας κατά πολύ στον καθαρισμό της άρρωστης ατμόσφαιρας που επικρατεί. Και τέλος είναι αυτή που αποτελεί το βασικό στάδιο για την μετάβαση από την καμένη έκταση στο δάσος πεύκης που ήδη έχει αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της.
Έτσι ο επισκέπτης που θα φτάσει στο δάσος μπορεί να δει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής χλωρίδας που όπως προαναφέρθηκε δημιουργεί ένα πολύ όμορφο τοπίο τους μήνες Απρίλιο και Μάιο και η οποία περιλαμβάνει πλήθος θάμνων όπως πουρνάρια και αγριοτριανταφυλλιές(εικόνα δεξιά), αρωματικών φυτών όπως θυμάρι και ρίγανη αλλά και άγιρολούλουδων όπως τις γνωστές παπαρούνες και μαργαρίτες μέχρι και ορχιδέες. Τον χειμώνα θα αντικρίσει ένα πιο μουντό τοπίο, αν όμως έχει τα μάτια του ανοιχτά θα βρει τα πιο χειμωνιάτικα είδη όπως είναι οι κρόκοι. Θα συναντήσει επίσης μεγάλο αριθμό πτηνών, κοκκινολαίμηδες, γεράκια και πέρδικες και αν είναι τυχερός μπορεί να συναντήσει θηλαστικά όπως σκίουροι, αλεπούδες και λαγούς. Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η ερπετοπανίδα της περιοχής ενώ σε πολλές περιοχές υπάρχουν λιμνούλες (εικόνα αριστερά)που αναπαράγονται πλήθος αμφιβίων όπως βάτραχοι και τριτωνες.
Όπως φαίνεται λοιπόν, το δάσος του Σέιχ Σου είναι και θα είναι μια πηγή ζωής δίπλα στη τσιμεντούπολη την οποία αξιοποιούν πολλοί κάτοικοι άλλοι περπατώντας ή τρέχοντας και άλλοι ποδηλατώντας. Εκτός όμως από την αισθητική και ψυχαγωγική λειτουργία του, που πολλοί δυστυχώς σνομπάρουν, είναι αδιαμφισβήτητη η αυταξία του ως οικοσύστημα το οποίο αν δεν προστατευτεί θα καταστραφεί και αυτή η πόλη θα δεινοπαθήσει.